σπληνομεγαλία

σπληνομεγαλία
η, Ν
ιατρ. αύξηση τού όγκου τής σπλήνας παρατηρούμενη επί λοιμωδών νοσημάτων, παρασιτώσεων, συνδρόμων πυλαίας υπέρτασης, παθήσεων τού αίματος, θησαυρισμώσεων και σαρκοειδώσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenomegalie (< σπλήνα + μεγάλος / -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές …   Dictionary of Greek

  • λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοσπληνία — η ιατρ. αύξηση τού όγκου τής σπλήνας, η οποία αποτελεί σύμπτωμα διαφόρων παθολογικών καταστάσεων, αλλ. σπληνομεγαλία …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… …   Dictionary of Greek

  • σπληνοφλεβίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεβίτιδα στη σπληνική φλέβα που προκαλεί σπληνομεγαλία και ανάπτυξη παράπλευρης κυκλοφορίας από το κοιλιακό τοίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenophlebite (< σπλήνα + φλεβίτιδα)] …   Dictionary of Greek

  • υπερσπληνισμός — ο, και υπερσπληνία, η, Ν ιατρ. κλινικό σύνδρομο που συνδυάζει παγκυτταροπενία τού περιφερειακού αίματος με αδιατάρακτη τη λειτουργία τού μυελού τών οστών και σπληνομεγαλία, θεωρούμενη ως εκδήλωση υπερλειτουργίας ή δυσλειτουργίας τής σπλήνας.… …   Dictionary of Greek

  • χαράκωμα — ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / ώνω] πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος νεοελλ. 1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα 2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο 3. στρ. α) τάφρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”